- γα
- (I)γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)γε*.————————(II)ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.————————(III)γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)γη*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.